Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

έχω βάρος στην

  • 1 καρδιά

    καρδία η
    1) сердце (тж. перен.); душа;

    δουλεύω με όλη μου την καρδιά — вкладывать всю душу в дело;

    ανοίγω την καρδιά μου σε κάποιον — открыть своё сердце, излить душу кому-л.;

    μου σφίγγεται ( — или σφίγγει, πονεί) η καρδιά — щемит сердце;

    ραγίζει η καρδιά μου — сердце моё разрывается;

    μου ματώνει η καρδιά — сердце моё обливается кровью;

    έχω βάρος στην καρδιά μου — у меня тяжело на сердце;

    μίλησε στην καρδιά μας — он нас очень растрогал;

    με βαρεία καρδιά — с тяжёлым сердцем;

    με ανοιχτή καρδιά — с открытым сердцем, душой;

    μιλώ με ανοιχτή καρδιά — говорить от души, искренне;

    2) середина, центр;

    στην καρδ της Αφρικής — в глубине, в центре Африки;

    3) сердцевина;

    η καρδιά τού μήλου (τού καρπουζιού) — сердцевина яблока (арбуза) 4) смелость, отвага;

    τό λέει η καρδιά του — он храбрый;

    δεν το λέει η καρδιά του — он трус;

    έχω καρδιά — быть смелым, отважным;

    κάνω καρδιά — а) осмеливаться, набираться смелости; — б) набираться терпения;

    δεν έχω καρδιά — быть трусливым, робким;

    5) перен. середина, наивысшая точка (чего-л.);

    στην καρδιά τού χειμώνα — в середине зимы, в разгаре зимы;

    § καθαρή (μεγάλη, καλή) καρδιά — чистое (большое, доброе) сердце;

    μαύρη ( — или κακή) καρδιά — а) недоброе, злое сердце; — б) злой, вредный человек;

    καρδιά πέτρα — или πέτρινη καρδιά — каменное сердце, чёрствый, жестокий человек;

    άνθρωπος χωρίς καρδ — бессердечный человек;

    πονετική καρδιά — сострадательный, участливый человек;

    λόγια της καρδιας — искренние слова;

    ελαφρά τη καρδία — с лёгким сердцем, с чистой совестью;

    κάμνω κάη χωρίς καρδιά — делать что-л, неохотно, без души;

    τον έχω στην καρδιά μου — я его очень люблю;

    μούκανε την καρδιά — он исполнил моё желание;

    άνοιξε η καρδιά μου — я очень обрадовался;

    μούκανε την καρδιά μου περιβόλι — а) он меня порадовал; — б) ирон. ничего себе, порадовал он меня!;

    χάλασε η καρδιά μου — я был огорчён, у меня испортилось настроение;

    ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της — я пришёл в себя, оправился от страха;

    τό τραβάει η καρδιά μου (σου, του κ.λ.π.) — меня (тебя, его и т. д.) тянет (к чему-л.); — душа просит (чего-л.);

    δεν το βαστά η καρδιά μου — а) я этого терпеть не могу; — б) сердце моё этого не выдерживает;

    ανακατώνεται η καρδιά μου — меня тошнит;

    έχω καρδιά αγκινάρα — флиртовать направо и налево (о женщине);

    θα σού φάω την καρδιά — я тебя убью;

    με όλη μου την καρδιά — или από καρδίας — или εξ όλης καρδίας — или εκ μέσης καρδίας — от всего сердца, от всей души;

    με καθαρή καρδιά — чистосердечно;

    με το χέρι στην καρδιά — откровенно, положа руку на сердце;

    βαστά καρδιά μου! — мужайся!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καρδιά

См. также в других словарях:

  • βάρος — το γεν. ους, πληθ. η και ητα 1. το αποτέλεσμα που έχει η δύναμη της βαρύτητας σε όλα τα σώματα: Προσπάθησε να πηδήξει ψηλά, αλλά το βάρος του δεν του το επέτρεψε. 2. το αποτέλεσμα της ζύγισης ενός σώματος, το φόρτωμα: Δεν αντέχουν τα θεμέλια σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυώ — κυῶ, έω (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.) 3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»